- συντίθημι
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, -έω, Α [τίθημι]νεοελλ.(μόνο το μέσ.) συντίθεμαισύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη»)μσν.-αρχ.1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.)2. μέσ. α) αποδέχομαι, παραδέχομαι («οὔτε συντίθεμαι οὔτε ἀποτάσσομαι», Επιφάν.)β) συμφωνώ, συνάπτω συμφωνία («τὰς ξυνθήκας, ἅς ξυνέθεντο», επιγρ.)αρχ.1. τοποθετώ, βάζω μαζί2. συμπτύσσω, συμμαζεύω («τὰ δὲ πρόσθεν σκέλη τὰ πλεῑστα συνθείς», Ξεν.)3. μαθ. α) προσθέτωβ) συνδυάζω τους όρους αναλογίαςγ) (σχετικά με τη σύνθεση γεωμετρικών προβλημάτων) σχηματίζω διάταγμα4. (λογ.) συνάπτω τους όρους τής πρότασης5. (ρητ.) συσσωρεύω6. συναρμόζω για την κατασκευή ενός συνόλου7. κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «πεντηκοντέρους και τριήρεις συνθέντες», Ηρόδ.β. «ἀναγκαίως τὸ θνητὸν γένος ξυνέθεσαν», Πλατ.)8. πλάθω διήγηση9. (για συγγραφέα) συγγράφω, συντάσσω («πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικά ξυνετέθησαν», Θουκ.)10. επινοώ, μηχανεύομαι11. περιλαμβάνω12. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον («συνθεὶς Ἀντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾱ», Πολ.)13. συμπεραίνω14. μέσ. α) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («σύνθετο θυμῷ βουλήν», Ομ. Ιλ.)β) ακούωγ) διευθετώ, τακτοποιώδ) στοιχηματίζωε) υποστηρίζω κάποιον με την ψήφο μου, ομοφρονώ με κάποιονστ) συγκατατίθεμαι, συναινώ15. (το αρσ. τής παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ συνθείςο δημιουργός16. φρ. α) «συντίθημί ἄρθρα στόματος» — κλείνω το στόμα (Ευρ.)β) «συντίθημι τὰ ἱμάτια» — διπλώνω τα ρούχα (Ξεν.)γ) «συντίθημι λόγον» — κάνω λογαριασμό πάπ.δ) «συντίθημί τι ἀπό τινος» — συνθέτω ή σχηματίζω κάτι από κάτι άλλο (Ηρόδ.)ε) «συντίθεμαι πρὸς τινα» — ανταλλάσσω τους όρους μου με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.